ευλαβητικός

ευλαβητικός
-ή, -ό (ΑΜ εὐλαβητικός, -ή, -όν) [ευλαβής]
νεοελλ.-μσν.
ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.)
αρχ.
προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας», Στοβ.).
επίρρ...
ευλαβητικώς και -ά
με ευλάβεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐλαβητικός — careful to avoid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλαβητικός — ή, ό αυτός που σέβεται, ο ευλαβής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐλαβητικούς — εὐλαβητικός careful to avoid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλαβητικήν — εὐλαβητικός careful to avoid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”